Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τῆς ψυχῆς ἦθος

  • 1 ηθος

         ἦθος
        - εος τό
        1) местопребывание, обиталище, жилье
        

    (ἤθεα Περσέων Her.; βάρβαρα ἤθη Eur.)

        ἤθη τῶν λεόντων Her. — логова львов;
        ἤθεα ἵππων Hom. — стойла для лошадей;
        ἦ. συῶν Hom. — свиной хлев;
        ἦ. τοῦ ἡλίου Her. — место восхода солнца;
        εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὴ νομούς Arst.восвояси

        2) (= ἔθος См. εθος) навык, обыкновение, обычай, привычка
        3) (тж. ἦ. τῆς ψυχῆς Plat.) душевный склад, нрав, натура, характер
        

    (μιαρόν Soph.)

        ἀσθενές τὸ ἦ. (acc.) Arst. — вялый, ленивый;
        ἦ. τινος παιδεύειν Aesch.изменить чей-л. нрав;
        πρᾷος τὸ ἦ. Plat. — кроткого нрава;
        τὸ τῆς πόλεως ἦ. Isocr. — характер (особенности) государства;
        τὰ ἤθη Plat., τοῖς ἤθεσι Diod., ἐς τὰ ἤθη Luc. — нравом, по характеру;
        ἤθεσι χαὴ ἔθεσι Plat. — по душевному складу и по привычкам;
        τρόποι καὴ ἤθη Plat.обычаи и нравы

        4) нрав, норов
        

    (ἱππικὰ ἤθη Eur.)

    Древнегреческо-русский словарь > ηθος

  • 2 απομιμεομαι

        подражать, воспроизводить
        

    (τῆς ψυχῆς ἦθος Xen.; εἶδος Plat.; τέν τραυλότητά τινος Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > απομιμεομαι

  • 3 πιθανος

        3
        1) убедительно говорящий, умеющий убеждать, пользующийся влиянием
        

    (τῷ δήμῳ Thuc.; ἐν ὄχλῳ Plat.)

        πιθανώτατοι λέγειν Plat. — обладающие необыкновенным искусством убеждать;
        πιθανώτατος περιβαλεῖν τινα κακῷ Eur.своими речами умеющий вовлечь кого-л. в беду;
        πιθανώτατοι ἐν τοῖς παθεσιν Arst. (актеры), наиболее убедительно изображающие страсти

        2) убедительный, правдоподобный
        

    (φωναί Plat.; λόγοι Dem.)

        τὸ περὴ τοὺς λόγους πιθανόν Plat.убедительность слов

        3) сходный (с оригиналом), похожий (sc. οἱ ἀνδριάντες Xen.)
        4) привлекательный, симпатичный
        5) легковерный
        

    (ὅ θῆλυς ὅρος Aesch.)

        6) послушный, покорный Xen.

    Древнегреческо-русский словарь > πιθανος

См. также в других словарях:

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… …   Dictionary of Greek

  • Καρκαβίτσας, Ανδρέας — (Λεχαινά Ηλείας 1866 – Μαρούσι Αττικής 1922). Συγγραφέας. Ήταν στρατιωτικός γιατρός και έλαβε μέρος στο κίνημα του 1909, ενώ υπήρξε και ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) ακολούθησε τον στρατό ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»